- σύστομος
- -η, -ο / σύστομος, -ον, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το σύστομοτο γύρω από το στόμα μέρος τού προσώπου, το μουσούδιαρχ.1. αυτός που έχει στενό στόμα, στενόστομος2. (για φίλημα) αυτό που γίνεται στόμα με στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. πρό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.